τρόπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
NDessenne (συζήτηση | συνεισφορές)
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
ετυμ,ορισμ,εκφρ,grc
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{προσχέδιο}}
{{el-κλίσ-'δρόμος'}}
{{el-κλίσ-'δρόμος'}}

==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < τρεπω
: '''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ|}}

==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# το σύστημα, η μέθοδος, το πώς γίνεται κάτι
Είναι η μέθοδος,το μέσο.Μπορεί επίσης να σημαίνει το φέρσιμο,τη συμπεριφορά(π.χ.είχε καλούς τρόπους).Μεταφορικά μπορεί να σημαίνει το μέσο,με την εννοια της περιουσίας(π.χ.έχει τον τρόπο της η χήρα).
# {{μτφρ}} [[φέρσιμο]], [[διαγωγή]]

==={{εκφράσεις}}===
* [[με τρόπο]]
* [[τρόπον τινά]]


===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
Γραμμή 54: Γραμμή 60:


{{μτφ-τέλος}}
{{μτφ-τέλος}}


----

=={{-grc-}}==

==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < {{λ|τρέπω|grc}}

==={{ουσιαστικό|grc}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# {{λ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 17:17, 4 Φεβρουαρίου 2015

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

τρόπος < αρχαία ελληνική τρόπος

Ουσιαστικό

τρόπος αρσενικό

  1. το σύστημα, η μέθοδος, το πώς γίνεται κάτι
  2. (μεταφορικά) φέρσιμο, διαγωγή

Εκφράσεις

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

τρόπος < τρέπω

Ουσιαστικό

τρόπος αρσενικό

  1. τρόπος