τρόπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{ουσιαστικό|el}}: ευρωπαϊκές - μικρό ε |
μ Ρομπότ: Προσθήκη: ru:τρόπος |
||
Γραμμή 85: | Γραμμή 85: | ||
[[pl:τρόπος]] |
[[pl:τρόπος]] |
||
[[pt:τρόπος]] |
[[pt:τρόπος]] |
||
[[ru:τρόπος]] |
Αναθεώρηση της 08:33, 12 Ιουλίου 2015
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τρόπος < αρχαία ελληνική τρόπος
Ουσιαστικό
τρόπος αρσενικό
- το σύστημα, η μέθοδος, το πώς γίνεται κάτι
- (μεταφορικά) φέρσιμο, διαγωγή
- οι οχτώ βυζαντινές νότες (διαφέρουν διαστημολογικά απ' τις ευρωπαϊκές νότες)
Εκφράσεις
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- τρόπος < τρέπω
Ουσιαστικό
τρόπος αρσενικό