mémé: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη fr, en, af, vi, ca, ko
Γραμμή 12: Γραμμή 12:
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{αθ}} {{ακλ}}
{{τ|fr|{{PAGENAME}}}} {{αθ}} {{ακλ}}
* [[ξεπερασμένος]], [[γεροντικός]]
* [[ξεπερασμένος]], [[γεροντικός]]

[[af:mémé]]
[[ca:mémé]]
[[en:mémé]]
[[fr:mémé]]
[[ko:mémé]]
[[vi:mémé]]

Αναθεώρηση της 19:24, 28 Νοεμβρίου 2015

Δείτε επίσης: meme, même

Γαλλικά (fr)

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
mémé mémés

mémé (fr) θηλυκό

  1. (οικείο) γιαγιά
     συνώνυμα: mamé, mamie, mémère
  2. (μεταφορικά) γυναίκα κάποιας ηλικίας, χωρίς εκφραστικότητα ή γόητρο

Επίθετο

mémé (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο