δέρνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη en
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 23: Γραμμή 23:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
<!-- * {{en}} : {{τ|en|XXX}} -->
* {{en}} : {{τ|en|thrash}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|XXX}} -->

Αναθεώρηση της 21:25, 11 Απριλίου 2016

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

δέρνω < αρχαία ελληνική δέρω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

δέρνω (παθητικό δέρνομαι)

  1. χτυπάω κάποιον με το χέρι ή με άλλο όργανο
     συνώνυμα: βαρώ, καταχερίζω, ξυλοφορτώνω, ξυλοκοπώ
    κάποιοι αλήτες τον έδειραν για πλάκα
  2. εκτίθεμαι σε κάτι που πέφτει πάνω μου με ορμή
     συνώνυμα: ριπίζω
    η χιονοθύελλα τους έδερνε πολλή ώρα, μέχρι να φτάσουν στο καταφύγιο
  3. βάζω κάποιον σε ταλαιπωρίες, προκαλώ σε κάποιον δεινά
     συνώνυμα: βασανίζω, παιδεύω, ταλαιπωρώ, τυραννώ
    τους έχει δείρει η θλίψη κι η μοναξιά
  4. (για ιδιότητα) χαρακτηρίζω
    τι εγωισμός σας δέρνει!

Μεταφράσεις