μπινιά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μΧωρίς σύνοψη επεξεργασίας |
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
=={{-el-}}== |
|||
⚫ | |||
{{el-κλίσ-'καρδιά'}} |
|||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
|||
η {{τ|el|μπινιά}} {{θ}} |
|||
⚫ | |||
* παθητική συνουσία ομοφυλόφιλου (η αρχική σημασία, πλέον σπανιότερη) |
|||
===={{μεταφράσεις}}==== |
|||
* {{en}} : {{τ|en|con}} |
Αναθεώρηση της 08:01, 9 Ιανουαρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπινιά | οι | μπινιές |
γενική | της | μπινιάς | των | μπινιών |
αιτιατική | την | μπινιά | τις | μπινιές |
κλητική | μπινιά | μπινιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ουσιαστικό
η μπινιά (el) θηλυκό
- ύπουλη ενέργεια, η ενέργεια του μπινέ, τσατσιά, πουστιά (με την έννοια της μπαγαποντιάς)
- παθητική συνουσία ομοφυλόφιλου (η αρχική σημασία, πλέον σπανιότερη)