μπινές
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | μπινές | οι | μπινέδες |
γενική | του | μπινέ | των | μπινέδων |
αιτιατική | τον | μπινέ | τους | μπινέδες |
κλητική | μπινέ | μπινέδες | ||
Κατηγορία όπως «καφές» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]μπινές αρσενικό
- (χυδαίο) (αργκό) ομοφυλόφιλος άντρας που αναλαμβάνει και παθητικό αλλά και ενεργητικό ρόλο στη σεξουαλική πράξη
- (υβριστικό) υβριστική προσφώνηση
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ομοφυλόφιλος
Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καφές' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα τουρκικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αραβικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Χυδαιολογίες (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Υβριστικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)