μπινελίκι

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το μπινελίκι τα μπινελίκια
      γενική του μπινελικιού των μπινελικιών
    αιτιατική το μπινελίκι τα μπινελίκια
     κλητική μπινελίκι μπινελίκια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

μπινελίκι < μπινέ(ς) + -λίκι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

μπινελίκι ουδέτερο

  1. το φέρσιμο, οι τρόποι και οι πράξεις τού μπινέ, ο ουρανισμός
  2. (συνήθως στον πληθυντικό) μπινελίκια: βρισιές, επιπλήξεις, κατηγορίες
  3. (μεταφορικά) (συνήθως στον πληθυντικό) μπινελίκια: ποικιλία εδεσμάτων, μεζέδων ή λιχουδιών

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]