-λίκι
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | -λίκι | τα | -λίκια |
γενική | του | -λικιού | των | -λικιών |
αιτιατική | το | -λίκι | τα | -λίκια |
κλητική | -λίκι | -λίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈli.ci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -λί‐κι
Επίθημα
[επεξεργασία]-λίκι ουδέτερο
- άλλη μορφή του -ιλίκι