τράπεζα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ρομπότ: Προσθήκη: eo:τράπεζα |
μ διαγραφή των interwikis |
||
Γραμμή 228: | Γραμμή 228: | ||
{{κλείδα-ελλ}} |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[ast:τράπεζα]] |
|||
[[chr:τράπεζα]] |
|||
[[en:τράπεζα]] |
|||
[[eo:τράπεζα]] |
|||
[[fi:τράπεζα]] |
|||
[[fj:τράπεζα]] |
|||
[[fr:τράπεζα]] |
|||
[[it:τράπεζα]] |
|||
[[li:τράπεζα]] |
|||
[[lo:τράπεζα]] |
|||
[[lt:τράπεζα]] |
|||
[[mg:τράπεζα]] |
|||
[[my:τράπεζα]] |
|||
[[nl:τράπεζα]] |
|||
[[pl:τράπεζα]] |
|||
[[pt:τράπεζα]] |
|||
[[ru:τράπεζα]] |
|||
[[th:τράπεζα]] |
|||
[[tr:τράπεζα]] |
|||
[[uk:τράπεζα]] |
Αναθεώρηση της 23:21, 25 Μαΐου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- τράπεζα < αρχαία ελληνική τράπεζα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *kʷtur-ped-ih₂- (που έχει τέσσερα πόδια)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
τράπεζα θηλυκό
- τραπέζι, συνήθως για τελετουργική χρήση
- τράπεζα προσφορών, Αγία Τράπεζα
- (θρησκεία) Πρότυπο:αρχιτ το κτήριο της τραπεζαρίας σ' ένα μοναστήρι
- πιστωτικός οργανισμός που ασχολείται με χρηματοπιστωτικές εργασίες. Π.χ. δέχεται καταθέσεις ιδιωτών ή νομικών προσώπων, παραχωρεί δάνεια, διαχειρίζεται χαρτοφυλάκια για λογαριασμό των πελατών του κ.λπ.
- οι καταθέσεις του στην τράπεζα εξανεμίστηκαν κατά τη διάρκεια του πολέμου
- (συνεκδοχικά) το κτήριο που στεγάζει ένα υποκατάστημα μιας τράπεζας
- ο Γιάννης πετάχτηκε στην τράπεζα για κάτι δουλειές
- γενικότερα ένας τόπος όπου κατατίθενται προς φύλαξη υλικά ή άυλα αγαθά προκειμένου να είναι προσιτά σε μελλοντική ζήτηση
- τράπεζα αίματος, τράπεζα σπέρματος, τράπεζα θεμάτων για εξετάσεις
Μεταφράσεις
πιστωτικός οργανισμός