τραπεζαρία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τραπεζαρία οι τραπεζαρίες
      γενική της τραπεζαρίας των τραπεζαριών
    αιτιατική την τραπεζαρία τις τραπεζαρίες
     κλητική τραπεζαρία τραπεζαρίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τραπεζαρία < μεσαιωνική ελληνική τραπεζαρία < από το θηλυκό του τραπεζάρης
Μια άνετη τραπεζαρία με τζάκι.
Ξύλινη τραπεζαρία.

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

τραπεζαρία θηλυκό

  1. δωμάτιο ενός διαμερίσματος με μεγάλο τραπέζι, που χρησιμεύει στην υποδοχή καλεσμένων
  2. το τραπέζι που προορίζεται για επίσημα γεύματα και τοποθετείται στο ομώνυμο δωμάτιο

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]