ξεναγός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Ανάκληση των αλλαγών 62.74.23.20 (συζήτηση) επιστροφή στην προηγούμενη αναθεώρηση Flubot
Ετικέτα: Επαναφορά
μ από el-κλίσ- σε el-κλίση-
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==


{{el-κλίσ-'ουρανός'}}
{{el-κλίση-'ουρανός'}}
==={{ετυμολογία}}===
==={{ετυμολογία}}===
:'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[#Αρχαία_ελληνικά_(grc)|ξεναγός]] < [[ξένος]] + [[ἄγω]] ή [[ἡγέομαι]]
:'''{{PAGENAME}}''' < {{αρχ}} [[#Αρχαία_ελληνικά_(grc)|ξεναγός]] < [[ξένος]] + [[ἄγω]] ή [[ἡγέομαι]]

Αναθεώρηση της 10:35, 13 Σεπτεμβρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίση-'ουρανός'

Ετυμολογία

ξεναγός < αρχαία ελληνική ξεναγός < ξένος + ἄγω ή ἡγέομαι

Ουσιαστικό

ξεναγός αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός/ή που συνοδεύει και δίνει πληροφορίες στους επισκέπτες ενός χώρου ή αξιοθέατου
    Ξεναγός (εξηγητής), κατά την έννοιαν του παρόντος είναι ο συνοδεύων αλλοδαπός ή ημεδαπός περιηγητάς ή επισκέπτας της χώρας, καθοδηγών αυτούς και υποδεικνύων τα αξιοθέατα του τόπου, αρχαία ή ιστορικά μνημεία, καλλιτεχνικά έργα πάσης εποχής, επεξηγών εις αυτούς την σημασίαν αυτών, τον προορισμόν και την ιστορίαν των και παρέχων γενικωτέρας πληροφορίας περί της αρχαίας και της νεωτέρας Ελλάδος. (ΝΟΜΟΣ 710/77 ΠΕΡΙ ΞΕΝΑΓΩΝ, Άρθρο 1)
  2. (μεταφορικά) αυτός που εισάγει κάποιον σε ένα τομέα που είναι καινούργιος για τον ξεναγούμενο
    Στο φιλόδοξο εγχείρημα είχαμε ξεναγό τον αστροφυσικό...

Συγγενικά

Δείτε επίσης

Μεταφράσεις

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ξεναγός < ξένος + ἄγω ή ἡγέομαι

Ουσιαστικό

ξεναγός αρσενικό

  1. ο επικεφαλής μισθοφορικών στρατευμάτων, που το αξίωμά του ονομαζόταν ξεναγία


Συγγενικά