peer
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
peer | peers |
peer (en)
- ο συνομήλικος, κάποιος που βρίσκεται στο ίδιο κοινωνικό ή επαγγελματικό επίπεδο με άλλους ή κάποιος που έχει την ίδια ηλικία
- ↪ The association of the child with his peers will help him in his socialization.
- H συναναστροφή του παιδιού με συνομηλίκους του το βοηθάει στην κοινωνικοποίησή του.
- ↪ The association of the child with his peers will help him in his socialization.
- (ΗΒ) ευγενής με κληρονομικό τίτλο
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | peer |
γ΄ ενικό ενεστώτα | peers |
αόριστος | peered |
παθητική μετοχή | peered |
ενεργητική μετοχή | peering |
peer (en)
- κοιτάζω κάτι προσεκτικά ή με δυσκολία
- ↪ He peered into the darkness.
- Κοίταξε μέσα στο σκοτάδι.
- ↪ He peered into the darkness.
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- peer (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- peer (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 457-458. ISBN 9780194325684., λήμμα: κοιτάζω
Αφρικάανς (af)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peer (af)
Ολλανδικά (nl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
peer (nl)