study

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
study studies

study (en)

  1. η μελέτη, η σπουδή
  2. η σπουδή (στις καλές τέχνες)
  3. το γραφείο (αίθουσα μελέτης), σπουδαστήριο

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας study
γ΄ ενικό ενεστώτα studies
αόριστος studied
παθητική μετοχή studied
ενεργητική μετοχή studying

study (en)

Πηγές[επεξεργασία]