ενήλικας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ενήλικας | οι | ενήλικες |
γενική | του | ενήλικα | των | ενηλίκων |
αιτιατική | τον | ενήλικα | τους | ενήλικες |
κλητική | ενήλικα | ενήλικες | ||
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ενήλικας < ενήλικος + -ας < ελληνιστική κοινή ἐνήλικος / ἐνῆλιξ
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενήλικας αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ενήλικας
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'φύλακας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ας (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)