τίνω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

τίνω < λείπει η ετυμολογία

Ρήμα[επεξεργασία]

τίνω

  1. καταβάλω τίμημα, πληρώνω το αντίτιμο
  2. πληρώνω ποινή, πρόστιμο
  3. εξοφλώ χρέος, απαλλάσσομαι από υποχρέωση
  4. ανταμείβω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]