Τακτικούπολη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Τακτικούπολη | οι | Τακτικουπόλεις |
γενική | της | Τακτικούπολης* | των | Τακτικουπόλεων |
αιτιατική | την | Τακτικούπολη | τις | Τακτικουπόλεις |
κλητική | Τακτικούπολη | Τακτικουπόλεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, Τακτικουπόλεως Συνήθως στον ενικό | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- Τακτικούπολη < τακτικ(ός) + -ούπολη
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ta.ktiˈku.po.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τα‐κτι‐κού‐πο‐λη
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Τακτικούπολη θηλυκό
- χωριό της Τροιζηνίας
Συνώνυμα[επεξεργασία]
- Δάρα (πρώην ονομασία)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Τακτικούπολη
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δύναμη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια με επίθημα -ούπολη (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Κύρια ονόματα (νέα ελληνικά)
- Χωριά της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Χωριά (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια της Ελλάδας (νέα ελληνικά)
- Τοπωνύμια (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)