έγγαλο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το έγγαλο τα έγγαλα
      γενική του έγγαλου των έγγαλων
    αιτιατική το έγγαλο τα έγγαλα
     κλητική έγγαλο έγγαλα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

έγγαλο < εν + γάλα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

έγγαλο ουδέτερο

  • το ζώο που είναι σε γαλακτοκομική περίοδο, το ζώο που βγάζει γάλα