έμεση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | έμεση | οι | εμέσεις |
γενική | της | έμεσης* | των | εμέσεων |
αιτιατική | την | έμεση | τις | εμέσεις |
κλητική | έμεση | εμέσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εμέσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έμεση < αρχαία ελληνική ἔμεσις
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έμεση θηλυκό
Ομώνυμα / Ομόηχα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έμεση
|