αγαθόχορτο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αγαθόχορτο < αγαθό (= ερυσίπελας) + χόρτο
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αγαθόχορτο ουδέτερο
- (φυτό): ποώδες φυτό, βότανο, της ελληνικής υπαίθρου, της τάξης των σκιαδαφόρων, γνωστό και ως "αγριοσπανάκι", απ΄ αυτό έλαβε το όνομά το Αγαθονήσι
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- διεθνής ονομασία Bupleurum fruticosum, γνωστό από την ελληνική αρχαιότητα.
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αγαθόχορτο
|