αγιολόγος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγιολόγος αρσενικό
- εκκλησιαστικός συγγραφέας ο οποίος ασχολείται με βίους αγίων
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγιολόγος
|