αγκίστρωμα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αγκίστρωμα τα αγκιστρώματα
      γενική του αγκιστρώματος των αγκιστρωμάτων
    αιτιατική το αγκίστρωμα τα αγκιστρώματα
     κλητική αγκίστρωμα αγκιστρώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αγκίστρωμα < αγκιστρώ(νω) + -μα

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aŋˈɟi.stɾo.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐γκί‐στρω‐μα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αγκίστρωμα ουδέτερο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]