αγριόγιδο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγριόγιδο ουδέτερο
- ένα γίδι που ζει μόνο του στη φύση και δεν εκτρέφεται από κάποιον άνθρωπο
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγριόγιδο