αερογέφυρα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αερογέφυρα οι αερογέφυρες
      γενική της αερογέφυρας των αερογεφυρών
    αιτιατική την αερογέφυρα τις αερογέφυρες
     κλητική αερογέφυρα αερογέφυρες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αερογέφυρα < αερο- + γέφυρα

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αερογέφυρα θηλυκό

  1. συντονισμένη προσπάθεια μεταφοράς ανθρώπων, υλικών, βοήθειας κ.λπ. με πολλαπλές πτήσεις αεροπλάνων
  2. γέφυρα που περνάει πάνω από δρόμο ή σιδηροδρομική γραμμή

Μεταφράσεις[επεξεργασία]