αεροστάθμη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αεροστάθμη οι αεροστάθμες
      γενική της αεροστάθμης των αεροσταθμών
    αιτιατική την αεροστάθμη τις αεροστάθμες
     κλητική αεροστάθμη αεροστάθμες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αεροστάθμη < αέρας + στάθμη

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αεροστάθμη θηλυκό ή αλφάδι

  • όργανο με το οποίο ελέγχεται η οριζοντίωση ενός επιπέδου, καθώς και η ακριβής κάθετη διάταξή του

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]