αεροτροχόδρομος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αεροτροχόδρομος | οι | αεροτροχόδρομοι |
γενική | του | αεροτροχόδρομου & αεροτροχοδρόμου |
των | αεροτροχόδρομων & αεροτροχοδρόμων |
αιτιατική | τον | αεροτροχόδρομο | τους | αεροτροχόδρομους & αεροτροχοδρόμους |
κλητική | αεροτροχόδρομε | αεροτροχόδρομοι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αεροτροχόδρομος < αερο- + τροχόδρομος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική air taxiway
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αεροτροχόδρομος αρσενικό
- (αεροπορικός όρος) τροχόδρομος στον αέρα