αισχροέπεια
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αισχροέπεια < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /es.xɾoˈe.pi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αι‐σχρο‐έ‐πει‐α
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αισχροέπεια θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αισχροέπεια
→ δείτε τη λέξη αισχρολογία |