αλαφρομυαλιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | αλαφρομυαλιά | οι | αλαφρομυαλιές |
γενική | της | αλαφρομυαλιάς | των | αλαφρομυαλιών |
αιτιατική | την | αλαφρομυαλιά | τις | αλαφρομυαλιές |
κλητική | αλαφρομυαλιά | αλαφρομυαλιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλαφρομυαλιά < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλαφρομυαλιά θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλαφρομυαλιά
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)