αλευρομαχητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλευρομαχητής αρσενικό
- (νεολογισμός, σπάνιο) αυτός που συμμετέχει στο έθιμο του αλευρομουτζουρώματος στο Γαλαξίδι την Καθαρά Δευτέρα
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλευρομαχητής
|