Καθαρά Δευτέρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Κύριο όνομα[επεξεργασία]
Καθαρά Δευτέρα θηλυκό
- (θρησκεία) η πρώτη μέρα της Σαρακοστής, 48 ημέρες πριν από την Κυριακή τού Πάσχα
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- καθαροδευτεριάτικα
- καθαροδευτεριάτικος
- → δείτε τις λέξεις καθαρός, Δευτέρα, δεύτερος και δύο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
Καθαρά Δευτέρα στη Βικιπαίδεια
- αποκριά
- καλούμπα
- κούλουμα
- λαγάνα
- νηστεία
- σαρακοστιανά
- σαρακοστή
- χάσκα
- χαρταετός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Καθαρά Δευτέρα
|
|