αλληγόρημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αλληγόρημα < αλληγορώ + -μα < αρχαία ελληνική ἀλληγορέω
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αλληγόρημα ουδέτερο
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αλληγόρημα
|