ανθρωποκρατία

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ανθρωποκρατία οι ανθρωποκρατίες
      γενική της ανθρωποκρατίας των ανθρωποκρατιών
    αιτιατική την ανθρωποκρατία τις ανθρωποκρατίες
     κλητική ανθρωποκρατία ανθρωποκρατίες
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανθρωποκρατία < ανθρωπο- + -κρατία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανθρωποκρατία θηλυκό, μόνο στον ενικό

  1. (θρησκεία) η θεώρηση ότι η θεία δημιουργία έχει ως σκοπό και επίκεντρο τον άνθρωπο
  2. η θεώρηση ότι πρώτο κριτήριο αποτελεί η ανθρώπινη ευημερία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Υπερώνυμα[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]