ανοσιουργία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοσιουργία < αρχαία ελληνική ἀνοσιουργία < ἀνοσιουργέω / ἀνοσιουργῶ < ἀνόσιος + ἔργον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανοσιουργία θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοσιουργία
|