ανοσιούργημα

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀνοσιούργημα

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ανοσιούργημα τα ανοσιουργήματα
      γενική του ανοσιουργήματος των ανοσιουργημάτων
    αιτιατική το ανοσιούργημα τα ανοσιουργήματα
     κλητική ανοσιούργημα ανοσιουργήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ανοσιούργημα < (ελληνιστική κοινήἀνοσιούργημα < αρχαία ελληνική ἀνοσιουργέω / ἀνοσιουργῶ < ἀνόσιος + ἔργον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

ανοσιούργημα ουδέτερο

  1. ανόσια πράξη
  2. ανηθικότητα
  3. απέχθεια, αποστροφή, βδελυγμία

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]