ανοστιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ανοστιά | οι | ανοστιές |
γενική | της | ανοστιάς | των | ανοστιών |
αιτιατική | την | ανοστιά | τις | ανοστιές |
κλητική | ανοστιά | ανοστιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ανοστιά < άνοστος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ανοστιά θηλυκό
- έλλειψη νοστιμιάς
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ανοστιά
|