απογραφέας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | απογραφέας | οι | απογραφείς |
γενική | του του/της |
απογραφέα απογραφέως |
των | απογραφέων |
αιτιατική | τον/την | απογραφέα | τους/τις | απογραφείς |
κλητική | απογραφέα | απογραφείς | ||
Ο πρώτος τύπος της γενικής ενικού, μόνο για το αρσενικό. Ο δεύτερος τύπος, και για τα δύο γένη, είναι λόγιος. | ||||
Κατηγορία όπως «συγγραφέας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- απογραφέας < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀπογραφεύς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απογραφέας αρσενικό ή θηλυκό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
απογραφέας
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'συγγραφέας' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)