αποδημητής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποδημητής < αρχαία ελληνική ἀποδημητής
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αποδημητής αρσενικό (θηλυκό: αποδημήτρια)
- αυτός που αποδημεί