αποκαπνισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο αποκαπνισμός οι αποκαπνισμοί
      γενική του αποκαπνισμού των αποκαπνισμών
    αιτιατική τον αποκαπνισμό τους αποκαπνισμούς
     κλητική αποκαπνισμέ αποκαπνισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκαπνισμός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αποκαπνισμός αρσενικό

  • απαγωγή καπνού στην περίπτωση πυρκαγιάς
    ※  το κτίριο ... διαθέτει σύστημα αποκαπνισμού (αν υπάρξει κίνδυνος τουρμπίνες θα εκτονώσουν τον καπνό) (typosthes.gr, 12/04/2022 [1])
    ※  Η πλήρως ανοιγόμενη οροφή του, προσφέρει άμεση επαφή με τον φρέσκο και καθαρό αέρα, ενώ σε περίπτωση συμβάντος φωτιάς, συμβάλει σημαντικά στον αποκαπνισμό του κοινόχρηστου χώρου. (alunet.gr, 04/10/2020 [2])

Μεταφράσεις[επεξεργασία]