αποκεφαλίζω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: ἀποκεφαλίζω

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αποκεφαλίζω < (ελληνιστική κοινήἀποκεφαλίζω (2. σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική décapiter)

Ρήμα[επεξεργασία]

αποκεφαλίζω (παθητική φωνή: αποκεφαλίζομαι)

  1. (κυριολεκτικά) κόβω το λαιμό κάποιου, ώστε να αφαίρεσω το κεφάλι του
  2. (μεταφορικά) διώχνω την ηγεσία ή την ηγετική ομάδα κάποιου οργάνου ή συλλογικότητας

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Κλίση[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]