αποσβήνω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
- ορθότερο: αποσβένω
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αποσβήνω < αρχαία ελληνική ἀποσβέννυμι < ἀπό + σβέννυμι
Ρήμα[επεξεργασία]
αποσβήνω (παθητική φωνή: αποσβήνομαι)
- αποσβένω, κάνω απόσβεση, ελαττώνω κάτι με κάποια διαδικασία
- μειώνω την ένταση ή επιμερίζω
- σβήνω, κατασβήνω
- (μεταφορικά) εξαλείφω, διαγράφω, εξαφανίζω