απτηνοδύτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
απτηνοδύτης αρσενικό
- πτηνό του Νοτίου Ημισφαιρίου που δεν πετά, ο πιγκουίνος
απτηνοδύτης αρσενικό