αργκό

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αργκό < (λόγιο δάνειο) γαλλική argot (αρσενικό), θηλυκό κατά το ουσιαστικό γλώσσα [1]

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /aɾˈɡo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αρ‐γκό

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αργκό θηλυκό άκλιτο

  1. (γλωσσολογία) συνθηματική γλώσσα που χρησιμοποιείται από άτομα του υπόκοσμου
  2. (κατ’ επέκταση) μία μορφή συνθηματικής γλώσσας που χρησιμοποιούν ιδιαίτερες κοινωνικές ομάδες
    η στρατιωτική αργκό, η εφηβική αργκό, η επαγγελματική αργκό
  3. (συνεκδοχικά) καθημερινή, μη ακαδημαϊκή (λαϊκή) γλώσσα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]