συνθηματικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- συνθηματικός < ελληνιστική κοινή σύνθημα < αρχαία ελληνική συντίθημι < τίθημι
Επίθετο
[επεξεργασία]συνθηματικός
- που σχετίζεται με ή βασίζεται σε συνθήματα, δηλαδή σε συμφωνημένα σήματα ή κώδικες που χρησιμοποιούνται για επικοινωνία
- που χαρακτηρίζεται από χρήση συνθημάτων, ειδικά σε πολιτικά, κοινωνικά ή ιδεολογικά πλαίσια, όπου οι λέξεις ή φράσεις χρησιμοποιούνται ως αναγνωριστικά ή μηνύματα με κρυφό ή συμβολικό νόημα
Συγγενικά
[επεξεργασία]- συνθηματικά
- συνθηματικώς
- → δείτε τις λέξεις σύνθημα, συνθέτω και θέτω