αρκουδοτόμαρο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αρκουδοτόμαρο < αρκούδα + τομάρι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αρκουδοτόμαρο ουδέτερο
- το τομάρι ή το δέρμα τής αρκούδας
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αρκουδοτόμαρο
|