αρκουδοτόμαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το αρκουδοτόμαρο τα αρκουδοτόμαρα
      γενική του αρκουδοτόμαρου των αρκουδοτόμαρων
    αιτιατική το αρκουδοτόμαρο τα αρκουδοτόμαρα
     κλητική αρκουδοτόμαρο αρκουδοτόμαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
αρκουδοτόμαρο μπροστά σε καυσόξυλα

Ετυμολογία [επεξεργασία]

αρκουδοτόμαρο < αρκούδα + τομάρι • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

αρκουδοτόμαρο ουδέτερο

  • το τομάρι ή το δέρμα τής αρκούδας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]