ασφαλίτης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ασφαλίτης < Ασφάλεια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ασφαλίτης αρσενικό
- (μειωτικό) ο αστυνομικός που υπηρετούσε παλιότερα στην Ασφάλεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ασφαλίτης
|