βενζίνα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | βενζίνα | οι | βενζίνες |
γενική | της | βενζίνας | των | βενζινών |
αιτιατική | τη | βενζίνα | τις | βενζίνες |
κλητική | βενζίνα | βενζίνες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βενζίνα < ορθογραφικό δάνειο από την ιταλική benzina. Συγκρίνετε με το μπενζίνα. Δείτε και βενζίνη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βενζίνα θηλυκό
- η βενζίνη (το καύσιμο)
- η βενζινάκατος
- ※ Οδηγημένη από τον καπετάνιο, πήδηξε στην βενζίνα, που έφευγε για τον Πειραιά και εξαφανίστηκε! (Λιλή Ιακωβίδου Λίγες σταλαγματιές αίμα... [διήγημα])
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βενζίνα
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ορθογραφικά δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)