βολάν
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βολάν < (λόγιο δάνειο) γαλλική volant, ουσιαστικοποιημένη μετοχή του voler (να πετάω)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /voˈlan/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : βο‐λάν
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βολάν ουδέτερο άκλιτο
- (μηχανολογία)
- το τιμόνι του αυτοκινήτου
- ※ Μην ξεχνάτε πως δικό μου ήταν το αυτοκίνητο που σας χτύπησε και πως εγώ κρατούσα το βολάν του. Θέλετε να βρεθώ εξαιτίας σας στη φυλακή;
- Γιάννης Μαρής (1959) Επικίνδυνο καλοκαίρι [νουβέλα]
- ※ Μην ξεχνάτε πως δικό μου ήταν το αυτοκίνητο που σας χτύπησε και πως εγώ κρατούσα το βολάν του. Θέλετε να βρεθώ εξαιτίας σας στη φυλακή;
- εξάρτημα με το οποίο επιτυγχάνεται η αύξηση της ροπής αδράνειας σε συγκεκριμμένα σημεία ενός συστήματος μετάδοσης κίνησης
- το τιμόνι του αυτοκινήτου
- (μόδα) ο φραμπαλάς στα ρούχα
- ※ Η κασμιρένια εσάρπα της, που η άκρη της άγγιζε το έδαφος, άφηνε να φαίνονται από τα πλάγια τα μεγάλα βολάν ενός μεταξωτού φορέματος και το χοντρό μανσόν που έκρυβε τα χέρια της και που το ακουμπούσε στο στήθος της ήταν τυλιγμένο μέσα σε τόσο επιδέξια τακτοποιημένες πτυχές, που το μάτι, όσο απαιτητικό κι αν ήταν, δεν έβρισκε κανένα σφάλμα στο περίγραμμά του
- Αλέξανδρος Δουμάς (υιός), H κυρία με τις καμέλιες, Εκδόσεις Καστανιώτη, Μετάφραση:Ρένα Χατχούτ, σελ. 21, 2011 [1]
- ※ Η κασμιρένια εσάρπα της, που η άκρη της άγγιζε το έδαφος, άφηνε να φαίνονται από τα πλάγια τα μεγάλα βολάν ενός μεταξωτού φορέματος και το χοντρό μανσόν που έκρυβε τα χέρια της και που το ακουμπούσε στο στήθος της ήταν τυλιγμένο μέσα σε τόσο επιδέξια τακτοποιημένες πτυχές, που το μάτι, όσο απαιτητικό κι αν ήταν, δεν έβρισκε κανένα σφάλμα στο περίγραμμά του
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
= Πηγές[επεξεργασία]
- βολάν - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- βολάν - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Λόγια δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Μηχανολογία (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Μόδα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα από μεταφράσεις (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)