φραμπαλάς
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- φραμπαλάς < φαρμπαλάς με μετάθεση του [ɾ] < (άμεσο δάνειο) γαλλική falbala με ανομοίωση → και δείτε τη λέξη φαρμαπλάς
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fɾa.baˈlas/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρα‐μπα‐λάς
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φραμπαλάς αρσενικό
- (μόδα) πρόσθετο πτυχωτό διακοσμητικό κομμάτι υφάσματος σε ρούχο
- (μεταφορικά, μειωτικό) περίτεχνα λόγια χωρίς ουσία
- (μεταφορικά, μειωτικό, σκωπτικό) πολυτέλεια
- (μεταφορικά, λαϊκότροπο, οικείο) φασαρία, χαβαλές
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Πηγές[επεξεργασία]
- φραμπαλάς - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- φραμπαλάς - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ψαράς' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Μεταθέσεις (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Μόδα (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Μειωτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σκωπτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Λαϊκότροποι όροι (νέα ελληνικά)
- Οικείοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)