γελοιογράφημα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γελοιογράφημα < γελοιογραφώ + -μα (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική caricature)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γελοιογράφημα ουδέτερο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γελοιογράφημα
|