γελοιογραφία
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γελοιογραφία < γελοιογράφος + -ία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική caricature)
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ʝe.li.o.ɣɾaˈfi.a/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γελοιογραφία θηλυκό
- σκίτσο που σατιρίζει την επικαιρότητα και δημοσιεύεται στον τύπο
- η κωμική ή γελοιογραφική εκδοχή ή αντίγραφο ενός πράγματος
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Συγγενικά[επεξεργασία]
- → δείτε τις λέξεις γελοιογράφος, γελώ και γράφω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γελοιογραφία
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'σοφία' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)