γκάγκαρο

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το γκάγκαρο τα γκάγκαρα
      γενική του γκάγκαρου των γκάγκαρων
    αιτιατική το γκάγκαρο τα γκάγκαρα
     κλητική γκάγκαρο γκάγκαρα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

γκάγκαρο < ιταλική ganghero (μάνταλο / μεντεσές)[1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

γκάγκαρο ουδέτερο

  • είδος μάνταλου τρόπον τινά, κομμάτι ξύλου που κρεμόταν πίσω από την πόρτα της αυλής με σκοινί (στερεωμένο από πάνω) και όταν ο άνθρωπος άφηνε την πόρτα ελεύθερη, αυτό με το βάρος του την ασφάλιζε από μέσα

Αναφορές[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]